Η κακουργηματική ποινική μεταχείριση των δραστών κατά τον Άρειο Πάγο στo revenge video.
Με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και τη δυνατότητα βιντεολήψης σε πραγματικό χρόνο με ταυτόχρονη διάδοση του οπτικοακουστικού υλικού στο διαδίκτυο με το πάτημα ενός πλήκτρου, δόθηκε η δυνατότητα σε οποιονδήποτε χρήστη να μπορεί να αποθηκεύει και να διαδίδει βίντεο με πάρα πολύ εύκολο και γρήγορο τρόπο.
Η ευκολία αυτή και οι δυνατότητες της τεχνολογίας , ωστόσο, δεν χρησιμοποιούνται από όλους με τρόπο συνετό, με αποτέλεσμα αρκετά να συχνά να παρατηρείται έκρηξη εκβιασμών και απειλών για χρήση βίντεο που περιλαμβάνει προσωπικές στιγμές ανθρώπων, ή ακόμη και δημοσιοποίηση προσωπικών και ερωτικών στιγμών χωρίς τη συγκατάθεση των συμμετεχόντων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που εντοπίζεται ένα βίντεο ερωτικού περιεχομένου από το θύμα, εντελώς τυχαία και κατά την αναζήτηση στο διαδίκτυο, ασφαλώς χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος και συνήθως από τον πρώην σύντροφο ή σύζυγο ή σχέση του θύματος. Ο δράστης στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη των θυμάτων βιντεοσκοπεί τις προσωπικές στιγμές, τις οποίες υπόσχεται και εγγυάται ότι θα διατηρήσει ιδιωτικώς, ωστόσο, μετά από ένα χωρισμό κάνει χρήση του βίντεο εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος προκειμένου είτε να το εκδικηθεί είτε για να αποκομίσει όφελος είτε ακόμη και για να ικανοποιήσει άρρωστες επιθυμίες του.
Η ελληνική δικαιοσύνη έχει στα συρτάρια της δεκάδες τέτοιες υποθέσεις, η ποινική μεταχείριση των οποίων στη πλειονότητά τους αντιμετωπίζονταν, μέχρι πρότινος, ως ελαφρά πλημμελήματα με πολύ χαμηλές ποινές και σε επίπεδο παραβίασης προσωπικών δεδομένων, με το σκεπτικό ότι η χρήση τέτοιων βίντεο από τους δράστες δεν τους αποκόμιζε οικονομικό όφελος άνω των 120.000 ευρώ ώστε να χαρακτηριστεί η πράξη κακούργημα.
Με αυτό το τρόπο όμως οι δράστες αποθρασύνθηκαν και αφού ισχυρίζονταν ότι δεν κέρδιζαν χρήματα παρά μόνο εκδίκηση, κρυβόταν πίσω από τη διάταξη περί περιουσιακού οφέλους από το βίντεο που δημοσιοποιούσαν, με αποτέλεσμα να έχουν ελαφρά ποινική μεταχείριση την ίδια στιγμή που τα θύματα είχαν συντριπτικές για τη προσωπικότητά τους συνέπειες.
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα με την έξαρση τέτοιων φαινομένων και τον ισχυρό αντίκτυπο που έχουν δημιουργήσει στη κοινωνία, ιδίως με τη στοχοποίηση και τις αυτοκτονίες των θυμάτων, αντιμετωπίζονται πλέον με τη δέουσα σοβαρότητα ως κακουργήματα.
Σχετικά με την πρόσφατη απόφαση ου Αρείου Πάγου που έκρινε ως κακούργημα τη ποινική μεταχείριση δραστών που δημοσιοποιούσαν βίντεο ερωτικού περιεχομένου χωρίς τη συγκατάθεση των θυμάτων τους:
Ο ισχυρισμός του δράστη ότι τέλεσε πλημμέλημα και όχι κακούργημα
Η σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, ήρθε αντιμέτωπη με τον ισχυρισμό του δράστη, ότι ότι δεν συνέτρεχε ο κακουργηματικός χαρακτήρας της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξης της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό βλάβης τρίτου, γιατί από την τέλεσή του δεν προκλήθηκε περιουσιακή ζημία, αλλά μόνο ηθική βλάβη, η οποία και αν ακόμη θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην παρ. 4 του άρθρου 38 του Ν. 4624/2919, πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, περίσταση που δεν συντρέχει στην προκειμένη υπόθεση.
Ερμηνεία του νόμου από τον Άρειο Πάγο — Το αδίκημα είναι Κακούργημα διότι στο νόμο η βλάβη του θύματος μπορεί να είναι και ηθική χωρίς ποσοτικό-οικονομικό κριτήριο.
Είναι δε ορθή η ως άνω απορριπτική, του εν λόγω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, καθόσον, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, κατά τη σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019 επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα ετών όχι μόνο όταν ο υπαίτιος είχε σκοπό προσπορισμού παράνομου περιουσιακού οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλον ή σκοπό πρόκλησης περιουσιακής ζημίας σε άλλον, — υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό αυτό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ,- αλλά και όταν, όπως στην ένδικη περίπτωση, αυτός σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο.
Ειδικότερα, από το γεγονός ότι στη νέα αυτή διάταξη προβλέφθηκε εκτός από το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και το σκοπό βλάβης τρίτου, (που υπήρχαν και στην προηγούμενη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν.2472/1997) και ο σκοπός πρόκλησης περιουσιακής ζημίας, καθίσταται απολύτως σαφές το ότι αυτή είναι βούληση του νομοθέτη, ήτοι να υφίσταται ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης όταν ο δράστης σκόπευε να βλάψει άλλον, χωρίς να τίθεται από το νόμο στην περίπτωση της βλάβης ποσοτικό κριτήριο.
Συνεπώς, συντρέχει η κακουργηματικής μορφής παράβαση του άρθρου 38 παρ. 4 του Ν. 4624/2019, όταν συνυπάρχει στο πρόσωπο του δράστη το πρόσθετο στοιχείο του σκοπού πρόκλησης βλάβης τρίτου από την παραβίαση προσωπικών δεδομένων, μη περιουσιακής, αλλά ηθικής, χωρίς πρόβλεψη ποσοτικού ορίου, εφόσον ο νόμος διαχωρίζει με σαφήνεια την έννοια της περιουσιακής ζημίας από την έννοια της βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων, την οποία δεν περιόρισε ποσοτικά.
Ο αναιρετικός έλεγχος της επαρκούς αιτιολογίας του εφετείου — Το σκεπτικό της κακουργηματικής καταδίκης του δράστη
Όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της μετάδοσης κατ’ εξακολούθηση σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάβης τρίτου, στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται με επάρκεια και σαφήνεια:
1) η δημιουργία από τον αναιρεσείοντα οπτικοακουστικού υλικού προσωπικών δεδομένων της παθούσας και ειδικότερα η κατά τη διάρκεια της ερωτικής τους σχέσης βιντεοσκόπηση ερωτικών συνευρέσεών του με την παθούσα, με τη συναίνεση αυτής, στο οποίο στη συνέχεια επενέβη, χωρίς τη συγκατάθεσή της, ως υποκειμένου των εν λόγω προσωπικών δεδομένων, το επεξεργάσθηκε και ακολούθως μετέδωσε περαιτέρω τα παραπάνω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, αναρτώντας στο διαδίκτυο τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης αρχεία, ήτοι μικρής διάρκειας ταινίες-videos ερωτικού περιεχομένου στις παρατιθέμενες ιστοσελίδες, στις οποίες απροσδιόριστος αριθμός χρηστών του διαδικτύου διέθετε πρόσβαση και συνακόλουθα δυνατότητα παρακολούθησης, στα οποία απεικονίζεται η παθούσα σε διάφορες ερωτικές στάσεις και πράξεις και στα οποία προσέθεσε ο ίδιος τίτλους με προσβλητικές γι’ αυτήν εκφράσεις γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες,
2) το περιεχόμενο των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, που αναγόταν στην ερωτική ζωή της παθούσας,
3) ο τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος, χωρίς να έχει δικαίωμα, επενέβη και έλαβε γνώση αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ερωτικών του συνευρέσεων με την παθούσα, επέμβαση που, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έγινε με την αποθήκευση του αρχείου αυτού τόσο στο κινητό του τηλέφωνο όσο και στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και στη συνέχεια το επεξεργάστηκε, “μοντάροντας” αυτό, ώστε να αποκοπούν οι σκηνές που εμφάνιζαν το πρόσωπό του και να εμφανίζεται μόνο το πρόσωπο και το γυμνό σώμα της παθούσας και μέρη μόνο του δικού του σώματος, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί και να εκτεθεί ο ίδιος με τη διαδικτυακή ανάρτηση στην οποία προέβη,
4) ότι κατέστησε γνωστά ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα της παθούσας, με τον προαναφερόμενο τρόπο, που αφορούσαν την ερωτική της ζωή, σε απεριόριστο αριθμό ατόμων που είχαν πρόσβαση στις αναφερόμενες ιστοσελίδες του διαδικτύου και οι οποίοι μπορούσαν να διακρίνουν το πρόσωπο αυτής και να προσδιορίσουν την ταυτότητα της,
5) ότι η δημιουργία του οπτικοακουστικού υλικού των ερωτικών συνευρέσεων του κατηγορούμενου και της παθούσας, με τη μαγνητοσκόπηση αυτών μέσω ψηφιακής κάμερας συσκευής κινητής τηλεφωνίας, συνιστά αρχείο κατά την έννοια του παραπάνω νόμου και δεν χρειαζόταν καμία ομαδοποίηση ή ταξινόμηση αυτού, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων και ότι επεξεργασία αυτού συνιστά και η αποθήκευσή του και η μη διαγραφή του μετά τη λήψη του, όπως και το “μοντάρισμά” του, ώστε να αποκοπούν συγκεκριμένες σκηνές (ΑΠ 96/2020), παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων,
6) η δόλια προαίρεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, που πηγάζει από τη θέλησή του, για την πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε και
7) ο σκοπός του κατηγορουμένου, ο οποίος προέβη στην πράξη του αυτή προκειμένου να βλάψει ηθικά την παθούσα, διασύροντάς την και προσβάλλοντάς την βάναυσα στο δικαίωμα της προσωπικότητάς της, για λόγους εκδίκησης, επειδή μετά τη διακοπή της ερωτικής τους σχέσης, συνδέθηκε ερωτικά με άλλο πρόσωπο και ότι συνεπώς η πράξη του αυτή συνιστά τη διακεκριμένη κακουργηματική μορφή του αδικήματος της μετάδοσης σε τρίτα μη δικαιούμενα πρόσωπα αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό βλάβης τρίτου.